φορμιγκτάς

φορμιγκτάς
φορμιγκτάς
1 lyre player

φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ ἔμολεν, εὐαίνητος Ὀρφεύς P. 4.176


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φορμιγκτάς — ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. φορμικτής …   Dictionary of Greek

  • φορμιγκτάς — φορμιγκτά̱ς , φορμιγκτής masc acc pl φορμιγκτά̱ς , φορμιγκτής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορμικτής — και δωρ. τ. φορμικτάς και δ. τ. φορμιγκτάς, ὁ, Α [φορμίζω (II)] (κυρίως για τον Απόλλωνα) αυτός που παίζει τη φόρμιγγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”